- κωνίο
- το (Α κωνίον και κώνιον) [κώνος]μικρός κώνος, μικρό κουκουνάρινεοελλ.(ανατ. -φυσιολ.) κωνική προεξοχή φωτοευαίσθητου νευρώνα στον αμφισβληστροειδή χιτώνα τού οφθαλμού τών σπονδυλοζώων η οποία έχει άμεση σχέση με την όραση τών χρωμάτων και τη διάκριση τού ακριβούς περιγράμματος τών αντικειμένων.
Dictionary of Greek. 2013.