κωνίο

κωνίο
το (Α κωνίον και κώνιον) [κώνος]
μικρός κώνος, μικρό κουκουνάρι
νεοελλ.
(ανατ. -φυσιολ.) κωνική προεξοχή φωτοευαίσθητου νευρώνα στον αμφισβληστροειδή χιτώνα τού οφθαλμού τών σπονδυλοζώων η οποία έχει άμεση σχέση με την όραση τών χρωμάτων και τη διάκριση τού ακριβούς περιγράμματος τών αντικειμένων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καμπουδιά — η [κάμπος] βοτ. δημώδης ονομασία είδους τού γένους φυτών κώνιο …   Dictionary of Greek

  • κώνιον — κώνιον, τὸ (Α) βλ. κωνίο …   Dictionary of Greek

  • κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”